ωριμότητα

ωριμότητα
зрелоcт

Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ωριμότητα — η / ὡριμότης, ότητος, ΝΜΑ [ώριμος] (για καρπούς) η ιδιότητα ή η κατάσταση τού ώριμου, το μέστωμα νεοελλ. μτφ. (για πρόσ.) η κατάσταση πλήρους σωματικής ανάπτυξης και πνευματικής συγκρότησης …   Dictionary of Greek

  • ωριμότητα — η η κατάσταση του ώριμου, το ωρίμασμα, το γίνωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • ακμή — Η κόψη, το κοφτερό τμήμα ενός μεταλλικού οργάνου που κόβει ή χαράζει. Το κρίσιμο σημείο, η καμπή, ο κίνδυνος. Το κορύφωμα, η πλήρης ανάπτυξη, η ωριμότητα ενός πράγματος ή μιας κατάστασης. (Γεωμ.) α. δίεδρης γωνίας. Η κοινή ευθεία που σχηματίζουν… …   Dictionary of Greek

  • δράμα — Όρος που υπό ευρεία έννοια αναφέρεται σε κάθε έργο που προορίζεται να παιχτεί στη σκηνή (τραγωδία, κωμωδία, φάρσα, θρησκευτική παράσταση κλπ.). Ο ορισμός αυτός, που έχει λόγια προέλευση και βασίζεται στην ετυμολογική σημασία του όρου,… …   Dictionary of Greek

  • μιούζικαλ — Είδος θεατρικού και κινηματογραφικού θεάματος, που εμφανίστηκε κατά τα τέλη του 19ου αι. στη Μεγάλη Βρετανία και στις ΗΠΑ και χαρακτηρίζεται από τη συνύπαρξη τριών στοιχείων: του πεζού λόγου, του χορού και του τραγουδιού. Το είδος αυτό –που είχε… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • άμεστος — η, ο [μεστός] 1. (για καρπούς) αυτός που μέστωσε ακόμη, αγίνωτος, άγουρος 2. (για πρόσωπα) αυτός που δεν έφθασε ακόμη σε σωματική ή πνευματική ωριμότητα, ο σωματικά ή πνευματικά ανώριμος …   Dictionary of Greek

  • άπηκτος — κ. άπηχτος η, ο (Α ἄπηκτος, ον) αυτός που δεν έχει πήξει, μαλακός νεοελλ. φρ. «το μυαλό του είναι άπηχτο ακόμη» δεν συμπεριφέρεται με ωριμότητα, παιδιαρίζει αρχ. εκείνος που δεν είναι δυνατόν να πήξει, να στερεοποιηθεί …   Dictionary of Greek

  • έπακμος — ἐπακμος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται σε ακμή, σε ωριμότητα («κόρας ἐπάκμους» κόρες σε ηλικία γάμου, επίγαμες) 2. οξύς, μυτερός, που καταλήγει σε οξεία αιχμή («ἔπακμον καὶ ὀξὺν ὀδόντα», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ακμή] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”